«Δεν είχα σκοπό να την πειράξω αλλά σάλταρα γιατί νόμιζα ότι με ειρωνεύτηκε».
Με αυτά τα λόγια απάντησε ο Αλέξανδρος Πέπα στους αστυνομικούς της Ασφάλειας Ν/Α Αττικής όταν τον ρώτησαν γιατί ασέλγησε σε βάρος της 34χρονης γυναίκας όταν εισέβαλε μαζί με τους συνεργούς του στο σπίτι της στη Γλυφάδα. Μόλις στα 21 του χρόνια ο Πέπα ήταν ο αρχηγός της αδίστακτης συμμορίας των ληστών με τα καλάσνικοφ και αυτός που είχε την πιο σκληρή συμπεριφορά απέναντι στα θύματα των επιθέσεων.
Η γυναίκα κλαίγοντας τον εκλιπαρούσε να μην την πειράξει επικαλούμενη τον Θεό. «Δεν έχω Θεό. Δεν πιστεύω σε θεούς, μόνο στο τομάρι μου πιστεύω», της απάντησε. Την ώρα της σύλληψής του αντιστάθηκε όσο μπορούσε, προσπάθησε να ξεφύγει. «Ηρεμα», του είπαν οι αστυνομικοί, «όλα τέλειωσαν».
«Εχετε δίκιο», τους απάντησε, «όλα τέλειωσαν». «Αργότερα στο κρατητήριο», όπως περιγράφουν στο «ΘΕΜΑ» οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, «ήταν πολύ ανήσυχος. Το βλέμμα του κοίταζε γύρω-γύρω ψάχνοντας για κάποιο παράθυρο, έψαχνε τρόπο να το σκάσει». Με αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά και γελώντας άρχισε να εξιστορεί πώς ξεκίνησε την εγκληματική του δράση από τότε που πήγαινε ακόμη σχολείο στη Δάφνη. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ερμίρ Μέτα και μαζί αποβλήθηκαν οριστικά από το σχολείο το 2010 λόγω απουσιών και παραβατικής συμπεριφοράς.
Ο Πέπα είχε ήδη αρχίσει τις ληστείες μαζί με έναν συμπατριώτη του, τον Αλβανό Τίτι. Στις αρχές του 2011 όμως τσακώθηκαν και χώρισαν οι δρόμοι τους. Τότε γνώρισε και τους υπόλοιπους, προμηθεύτηκαν τα Καλάσνικοφ από ενα άτομο στη Λούτσα και ξεκίνησαν τις ληστείες στα σπίτια. Ο Πέπα είχε μεγαλεπίβολα σχέδια για τη συμμορία του. «Ετοίμαζα κάτι πολύ μεγάλο. Η ομάδα θα μεγάλωνε κι άλλο», είπε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, χωρίς να αποκαλύψει περισσότερα.
Εκεί όμως που οι αστυνομικοί έμειναν εμβρόντητοι ήταν όταν τον άκουσαν να προβλέπει με σιγουριά το μέλλον του. «Ξέρω την πορεία μου. Θα μπω φυλακή, εκεί θα με πλησιάσουν κάποιοι, θα με στρατολογήσουν και, όταν βγω, θα συνεχίσω, θα κάνω μεγαλύτερα πράγματα».
Η γυναίκα κλαίγοντας τον εκλιπαρούσε να μην την πειράξει επικαλούμενη τον Θεό. «Δεν έχω Θεό. Δεν πιστεύω σε θεούς, μόνο στο τομάρι μου πιστεύω», της απάντησε. Την ώρα της σύλληψής του αντιστάθηκε όσο μπορούσε, προσπάθησε να ξεφύγει. «Ηρεμα», του είπαν οι αστυνομικοί, «όλα τέλειωσαν».
«Εχετε δίκιο», τους απάντησε, «όλα τέλειωσαν». «Αργότερα στο κρατητήριο», όπως περιγράφουν στο «ΘΕΜΑ» οι αστυνομικοί της Ασφάλειας, «ήταν πολύ ανήσυχος. Το βλέμμα του κοίταζε γύρω-γύρω ψάχνοντας για κάποιο παράθυρο, έψαχνε τρόπο να το σκάσει». Με αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά και γελώντας άρχισε να εξιστορεί πώς ξεκίνησε την εγκληματική του δράση από τότε που πήγαινε ακόμη σχολείο στη Δάφνη. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ερμίρ Μέτα και μαζί αποβλήθηκαν οριστικά από το σχολείο το 2010 λόγω απουσιών και παραβατικής συμπεριφοράς.
Ο Πέπα είχε ήδη αρχίσει τις ληστείες μαζί με έναν συμπατριώτη του, τον Αλβανό Τίτι. Στις αρχές του 2011 όμως τσακώθηκαν και χώρισαν οι δρόμοι τους. Τότε γνώρισε και τους υπόλοιπους, προμηθεύτηκαν τα Καλάσνικοφ από ενα άτομο στη Λούτσα και ξεκίνησαν τις ληστείες στα σπίτια. Ο Πέπα είχε μεγαλεπίβολα σχέδια για τη συμμορία του. «Ετοίμαζα κάτι πολύ μεγάλο. Η ομάδα θα μεγάλωνε κι άλλο», είπε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, χωρίς να αποκαλύψει περισσότερα.
Εκεί όμως που οι αστυνομικοί έμειναν εμβρόντητοι ήταν όταν τον άκουσαν να προβλέπει με σιγουριά το μέλλον του. «Ξέρω την πορεία μου. Θα μπω φυλακή, εκεί θα με πλησιάσουν κάποιοι, θα με στρατολογήσουν και, όταν βγω, θα συνεχίσω, θα κάνω μεγαλύτερα πράγματα».